- διαυλοδρομώ
- διαυλοδρομῶ (-έω) (Α)1. τρέχω τον δίαυλο, αγωνίζομαι στο αγώνισμα του διαύλου2. ξαναγυρίζω στο σημείο εκκινήσεως, στην αφετηρία3. επανέρχομαι, ανατρέχω νοερὰ («πάντων ἐπὶ ταῑς ἀρχαίαις διαυλοδρομούντων... εὺπραγίαις», Φίλων ο Ιουδαίος).
Dictionary of Greek. 2013.